Έχουμε μπει στον χειμώνα του 1964.
Ο Μανώλης Γεράρδης έχει προχωρήσει στη δισκογραφία και έχει ηχογραφήσει μέχρι τότε 40 περίπου τραγούδια. Δεν έχει ποτέ όμως εμφανιστεί σε κέντρο.
Ο Πέτρος Νικολάου, ο διευθυντής της ΝΙΝΑ είχε αφήσει παραγγελία να κατέβει ο πατέρας μας στο γραφείο του στην Ομόνοια, για κάτι που τον ήθελε, χωρίς να το κατονομάσει.
Πράγματι, εκείνος κατέβηκε το απόγευμα, συναντήθηκαν και αφού επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο του Νικολάου, ξεκίνησαν με κατεύθυνση τη Λεωφόρο Συγγρού. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα, μέχρι που έφτασαν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Εκεί λοιπόν ρωτάει ο Νικολάου:
– Ξέρεις που πάμε;
– Υποψιάζομαι, αλλά δεν ξέρω…
– Πάμε να δούμε τον Καζαντζίδη!
Ανάμικτα τα συναισθήματα. Μη ξεχνάμε ότι ο Στέλιος είναι το μεγάλο όνομα της εποχής. Η μεγαλύτερη φωνή του τόπου και αυτό ήταν ήδη γνωστό σε όλους από τότε. Τραγουδούσε στην Τριάνα του Χειλά, το θρυλικό κέντρο της εποχής με τεράστια ιστορία και με όλα τα μεγάλα ονόματα να έχουν καθίσει στο πάλκο του. Μαζί του, φυσικά η Μαρινέλλα, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Αντώνης Ρεπάνης και άλλοι.
Μπήκαν λοιπόν στην Τριάνα και προχώρησαν στο καμαρίνι του Στέλιου. Αφού συστήθηκαν, ο Νικολάου είπε στον Στέλιο πως ο Μανώλης Γεράρδης είναι υποψήφιος για το πάλκο του κέντρου. Είχαν προφανώς προηγηθεί συνεννοήσεις του Νικολάου με τον ίδιο τον Χειλά.
“Καμμία αντίρρηση…“, λέει ο Στέλιος, “…αλλά θα πρέπει πρώτα να τον ακούσω και αν μου κάνει μπορεί να κάτσει δίπλα μας”.
Στο καμαρίνι λοιπόν, ο Στέλιος, ο Μανώλης Γεράρδης, ο Στέφανος Βαρτάνης (συνθέτης και μουσικός) και ο Πέτρος Νικολάου ο διευθυντής της ΝΙΝΑ. Ο πατέρας μας είχε ήδη συνεργαστεί δισκογραφικά με τον Βαρτάνη και είχε ηχογραφήσει δύο τραγούδια σε στίχους και μουσική του (“Έλα απόψε να χαρούμε” και “Μη με τυραννάς“).
Είπε τρία τραγούδια (δε θυμήθηκε ποτέ να μας πει ποια) και ο Στέλιος ενθουσιάστηκε, όχι μόνο από τη φωνή του, αλλά και από το γεγονός πως δεν έμοιαζε με κανέναν και δεν μιμούνταν κανέναν.
– “Εσύ δεν μοιάζεις με κανέναν, ρε παιδί!”, του είπε ο Στέλιος.
Αυτή η αυθεντικότητά του, του έδωσε μια θέση στο πάλκο, δίπλα στα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής.
Η συνεργασία με τον Καζαντζίδη αλλά και με τη Μαρινέλλα ήταν άψογη. Η εκτίμηση ήταν αμοιβαία και ο Στέλιος με το τεράστιο καλλιτεχνικό του εκτόπισμα, στήριζε τον πρωτοεμφανιζόμενο στο πάλκο Μανώλη Γεράρδη. Όλα τα χρόνια, όταν η κουβέντα περνούσε από εκεί, ακούγαμε μόνο καλά λόγια για τους δυό τους.
Από τις διηγήσεις του πατέρα μας για τη χρονιά εκείνη, ξεχωρίζει και μια “στιγμή” που θα μπορούσε να δημιουργήσει παρεξηγήσεις, αλλά ο Στέλιος γνώριζε και το ήθος και τις προθέσεις του.
Ένα βράδυ, ενώ ο Στέλιος τραγουδούσε, ο Μανώλης Γεράρδης, χωρίς ακόμη να γνωρίζει τα πρωτόκολλα των καλλιτεχνών και της ορχήστρας, σηκώθηκε, κατέβηκε από το πάλκο και πήγε στα καμαρίνια. Επέστρεψε μετά από λίγο, κάθισε πάλι στη θέση του και συνέχισε τη βραδιά του. Ο Στέλιος που αντελήφθη το συμβάν, χαμογελώντας, έστελνε τον κλασσικό “καλλιτεχνικό χαιρετισμό”:
– “Γειά σου Μανωλάκη!”
– “Γειά σου Στέλιο μου!” αντιχαιρετούσε ο πατέρας μας. Και ξανά πάλι για κανένα δεκάλεπτο:
– “Γειά σου Μανωλάκη!”
– “Γειά σου Στέλιο μου!”
Η ορχήστρα χαμογελούσε και εκείνη γιατί ήξερε τι είχε γίνει, όχι όμως και ο πατέρας μας που αργότερα συνειδητοποίησε τι είχε κάνει, αλλά και ποιες συνέπειες θα μπορούσε αυτό να έχει στη συνεργασία τους.
Αλλά και η Μαρινέλλα φρόντισε να δείξει την συμπάθειά της στον Μανώλη Γεράρδη, δίνοντάς του ουσιαστική βοήθεια στη δουλειά στο κέντρο, αλλά και εκτός αυτού μιας και ο πατέρας μας τραγουδούσε μεν με τον Καζαντζίδη το βράδυ, αλλά το πρωί διατηρούσε ανθοπωλείο μαζί με τον γαμπρό του, στον Φάρο του Ψυχικού, στο οποίο δούλευε όλη την υπόλοιπη μέρα.
Όταν το έμαθε αυτό η Μαρινέλλα, θέλησε να τον βοηθήσει. Του πρότεινε, αν θέλει, και δεν τον πειράζει να μην τρώει με την υπόλοιπη ορχήστρα στο κλείσιμο του προγράμματος, να φεύγει νωρίτερα για να προλαβαίνει να ξεκουράζεται, να πηγαίνει στην αγορά και να προετοιμάζει το κατάστημα. Ο Στέλιος συμφώνησε με την πρόταση, επιβεβαιώνοντας την καλή τους σχέση και την αμοιβαία εκτίμηση.
Για την ιστορία, το ανθοπωλείο υπάρχει ακόμα στο ίδιο σημείο, στον Φάρο του Ψυχικού, έχοντας αλλάξει φυσικά ιδιοκτήτες μετά από την συνταξιοδότηση της αδελφής του Μανώλη Γεράρδη, της Στέλλας.
Έχουμε ακούσει πολλές ιστορίες από τη χρονιά εκείνη. Για θαμώνες που έκλαιγαν στο άκουσμα της φωνής του Καζαντζίδη, για ανθρώπους που έρχονταν από την άλλη άκρη της Ελλάδας για να ακούσουν ζωντανά, έστω, ένα τραγούδι. Μεταξύ αυτών και το περιστατικό με τον Γιάννη Παπαϊωάννου να σπάει στο κεφάλι του ένα ποτήρι για να γλυτώσει τον Στέλιο και τον Χειλά από τα χειρότερα, όταν η μαφία της νύχτας ήθελε να βγάλει τον Καζαντζίδη από την πιάτσα. Ο πατέρας μας ήταν εκεί, μάρτυρας στο συμβάν.
Πατήστε στην παρακάτω εικόνα για να διαβάσετε το περιστατικό όπως το έχουν δημοσιεύσει οι φίλοι του stelioskazantzidis.blogspot.com.
Εκεί, στο πάλκο της “Τριάνας” γνωρίστηκε και με τον νεαρό τότε Χρήστο Νικολόπουλο που ήρθε στην ορχήστρα ως μουσικός. Τον “Χρηστάκο”, όπως τον αποκαλούσε, τον οποίο θαύμαζε και καμάρωνε κάθε φορά που τον έβλεπε να δημιουργεί. Μαζί τους και ο συνθέτης και ερμηνευτής Αντώνης Ρεπάνης.
Την επόμενη χρονιά, ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα και η ορχήστρα τους, σταμάτησαν τις εμφανίσεις και ξεκίνησαν περιοδεία στην Γερμανία. Η παρουσία του Μανώλη Γεράρδη στο πάλκο της “Τριάνας του Χειλά” όμως, δεν σταμάτησε εδώ. Συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια με το σχήμα του Πάνου Γαβαλά πλέον, ο οποίος πήρε την σκυτάλη από τον Στέλιο Καζαντζίδη στο φημισμένο αυτό κέντρο της Λ. Συγγρού.